- βαρήκοος
- -η, -οαυτός που πάσχει από βαρηκοΐα: Ο παππούς μου έγινε βαρήκοος με τα χρόνια κι έτσι φωνάζω όταν του μιλάω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρήκοος — η, ο (Α βαρυήκοος, ον) εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά αρχ. παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του α σε η κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αμβλυήκοος — ἀμβλυήκοος, ον (Μ) αυτός που έχει αμβλεία την ακοή, βαρήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ήκοος < ἀκούω] … Dictionary of Greek
βαρηκοΐα — η και βαρυκοΐα (Α βαρυηκοΐα) ελάττωση της ακουστικής ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαρηκοΐα < βαρήκοος, ενώ ο τ. βαρυηκοΐα < βαρυήκοος] … Dictionary of Greek
βαρυήκοος — ον (Α) βλ. βαρήκοος … Dictionary of Greek
δυσήκοος — η, ο (AM δυσήκοος, ον) βαρήκοος αρχ. 1. απείθαρχος 2. φοβερός στην ακοή 3. αυτός που ακούγεται δύσκολα ή δυσάρεστα … Dictionary of Greek
δύσκωφος — δύσκωφος, ον (Α) βαρήκοος … Dictionary of Greek
θεόκουφος — η, ο 1. ο εντελώς κουφός 2. ο πολύ βαρήκοος … Dictionary of Greek
καθότι — (Α καθότι και καθ ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ ὅ,τι) 1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται») 2. επειδή, διότι (α. «δεν τόν άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καλακούω — ακούω καλά, έχω οξεία ακοή («δεν καλακούει» δεν ακούει καλά, είναι βαρήκοος) … Dictionary of Greek
περήφανος — η, ο 1. ο υπερήφανος, αυτός που πιστεύει στην ηθική αξία τού εαυτού του ή κάποιου άλλου προσώπου ή πράξης που συνδέονται στενά με αυτόν και εκφράζει αυτήν την πίστη ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη 2. αυτός που φέρεται αλαζονικά στους άλλους και… … Dictionary of Greek